ἐντρίχου

ἐντρίχου
ἔντριχος
hairy
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σισύρα — η, ΝΜΑ, και σίσυρνα και σισύρνα και σισύρνη, ΜΑ νεοελλ. γούνα, μηλωτή | (μσν. αρχ.) επενδύτης από κατσικήσιο, συνήθως, δέρμα με τις τρίχες του, γούνα ή πανωφόρι από κατσικήσιες τρίχες για την ημέρα και σκέπασμα για τη νύχτα, κν. σήμερα γνωστό ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”